σιδηρόδετος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῐδηρόδετος:''' -ον, αυτός που είναι δεμένος με σίδηρο, [[σιδηροδέσμιος]], [[αλυσοδεμένος]]· <i>ἐν ξύλῳ σιδηροδέτῳ</i>, δηλ. στα [[δεσμά]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''σῐδηρόδετος:''' -ον, αυτός που είναι δεμένος με σίδηρο, [[σιδηροδέσμιος]], [[αλυσοδεμένος]]· <i>ἐν ξύλῳ σιδηροδέτῳ</i>, δηλ. στα [[δεσμά]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηρόδετος:''' дор. σῐδᾱρόδετος 2 сбитый или обитый железом ([[ξύλον]] Her.; [[κνῆσμα]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 03:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρόδετος Medium diacritics: σιδηρόδετος Low diacritics: σιδηρόδετος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΔΕΤΟΣ
Transliteration A: sidēródetos Transliteration B: sidērodetos Transliteration C: sidirodetos Beta Code: sidhro/detos

English (LSJ)

ον,

   A iron-bound, πόρπακες B.Fr.3; ἐδέδετο ἐν ξύλῳ σ., of stocks, Hdt.9.37; μόχλοι J.BJ 6.5.3.

German (Pape)

[Seite 879] mit Eisen gebunden, gefesselt, mit Eisen beschlagen, angeschmiedet; ξύλον σιδηρόδετον, Her. 9, 37; πόρπαξ, Bacchylid. fr. 12; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόδετος: -ον, ὁ διὰ σιδήρου δεδεμένος, πόρπακες Βακχυλ. 13. 6· ἐδέδετο ἐν ξύλῳ σ., ἐπὶ ποδοκάκης, Ἡρόδ. 9. 37.
ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, σιδηροδέσμιος, ἐν δεσμοῖς ὤν, σ. ἔχειν τινὰ Ἄννα Κομν. 1. 401.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
attaché avec des liens de fer.
Étymologie: σίδηρος, δέω.

Greek Monolingual

-η, -ο / σιδηρόδετος, -ον, ΝΜΑ
σιδερόδετος
μσν.
σιδηροδέσμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -δετος (< δέω (II) «δένω»), πρβλ. χαλκό-δετος].

Greek Monotonic

σῐδηρόδετος: -ον, αυτός που είναι δεμένος με σίδηρο, σιδηροδέσμιος, αλυσοδεμένος· ἐν ξύλῳ σιδηροδέτῳ, δηλ. στα δεσμά, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρόδετος: дор. σῐδᾱρόδετος 2 сбитый или обитый железом (ξύλον Her.; κνῆσμα Anth.).