σκηνίς: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκηνίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = [[σκηνή]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''σκηνίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = [[σκηνή]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκηνίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ шатер, палатка ([[χρυσόροφος]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 03:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνίς Medium diacritics: σκηνίς Low diacritics: σκηνίς Capitals: ΣΚΗΝΙΣ
Transliteration A: skēnís Transliteration B: skēnis Transliteration C: skinis Beta Code: skhni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = σκηνή 111.2, Plu.Luc.7.

German (Pape)

[Seite 895] ίδος, ἡ, = σκηνή; Plut. Luc. 7; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνίς: -ίδος, ἡ, = σκηνὴ, Πλουτ. Λούκουλλ. 7.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
petite tente.
Étymologie: σκηνή.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
αίθουσα σε μεγάλο πλοίο («ναῡς οὐ χρυσοφόροις σκηνίσιν... ἠσκημένας», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + επίθημα ίς, -ίδος (πρβλ. θαμν-ίς)].

Greek Monotonic

σκηνίς: -ίδος, ἡ, = σκηνή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σκηνίς: ίδος (ῐδ) ἡ шатер, палатка (χρυσόροφος Plut.).