Σίφνος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
(6) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Σίφνος:''' ἡ, [[Σίφνος]], ένα από τα νησιά των Κυκλάδων, σε Ηρόδ.· επίθ. [[Σίφνιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, [[κάτοικος]] της Σίφνου, στον ίδ. | |lsmtext='''Σίφνος:''' ἡ, [[Σίφνος]], ένα από τα νησιά των Κυκλάδων, σε Ηρόδ.· επίθ. [[Σίφνιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, [[κάτοικος]] της Σίφνου, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Σίφνος:''' ἡ Сифнос (один из Кикладских островов, богатый золотом и серебром) Her. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ, Siphnus, Hdt.3.57, etc.: Adj. Σίφνιος, α, ον, Str.10.5.1;
A οἱ Σίφνιοι Hdt. l.c., etc.
Greek (Liddell-Scott)
Σίφνος: ἡ, μία τῶν Κυκλάδων, Ἡρόδ. 3. 57, κτλ.˙ ἐπίθετ. Σίφνιος, α, ον, Στράβ. 484˙ οἱ Σίφνιοι Ἡρόδ., κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Σίφνιοι˙ ἀκάθαρτοι, ἀπὸ Σίφνου τῆς νήσου».
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
Siphnos.
Greek Monotonic
Σίφνος: ἡ, Σίφνος, ένα από τα νησιά των Κυκλάδων, σε Ηρόδ.· επίθ. Σίφνιος, -α, -ον, κάτοικος της Σίφνου, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
Σίφνος: ἡ Сифнос (один из Кикладских островов, богатый золотом и серебром) Her.