στρομβώδης: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source
(38)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[στρόμβος]]<br /><b>1.</b> [[στρομβοειδής]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ στρομβώδη</i><br />σπειροειδή όστρακα και τα ζωύφια που ζουν [[μέσα]] σ' αυτά.
|mltxt=-ῶδες, Α [[στρόμβος]]<br /><b>1.</b> [[στρομβοειδής]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ στρομβώδη</i><br />σπειροειδή όστρακα και τα ζωύφια που ζουν [[μέσα]] σ' αυτά.
}}
{{elru
|elrutext='''στρομβώδης:''' Arst. = [[στρομβοειδής]].
}}
}}

Revision as of 03:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρομβώδης Medium diacritics: στρομβώδης Low diacritics: στρομβώδης Capitals: ΣΤΡΟΜΒΩΔΗΣ
Transliteration A: strombṓdēs Transliteration B: strombōdēs Transliteration C: stromvodis Beta Code: strombw/dhs

English (LSJ)

   A v. στρομβοειδής.

German (Pape)

[Seite 955] ε ς, zsgzgn statt στρομβοειδής, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στρομβώδης: -ες, ἴδε στρομβοειδής.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α στρόμβος
1. στρομβοειδής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στρομβώδη
σπειροειδή όστρακα και τα ζωύφια που ζουν μέσα σ' αυτά.

Russian (Dvoretsky)

στρομβώδης: Arst. = στρομβοειδής.