συγκαταθετικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(39)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συγκαταθετικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[συγκατατίθημι]]<br /><b>1.</b> αυτός που συγκατατίθεται, που αποδέχεται, που επιδοκιμάζει («[[οὔπω]] δὲ συγκαταθετικὸς [ὁ νοῡς] τῶν ἀεὶ γινομένων, ἐὰν μὴ θέλῃ ὁ [[ἄνθρωπος]]», Επιφάν.)<br /><b>2.</b> [[καταφατικός]], [[βεβαιωτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκαταθετικώς</i> / <i>συγκαταθετικῶς</i> ΝΑ, και <i>συγκαταθετικά</i> Ν<br />με [[συγκατάθεση]], επιδοκιμαστικά.
|mltxt=-ή, -ό / [[συγκαταθετικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[συγκατατίθημι]]<br /><b>1.</b> αυτός που συγκατατίθεται, που αποδέχεται, που επιδοκιμάζει («[[οὔπω]] δὲ συγκαταθετικὸς [ὁ νοῡς] τῶν ἀεὶ γινομένων, ἐὰν μὴ θέλῃ ὁ [[ἄνθρωπος]]», Επιφάν.)<br /><b>2.</b> [[καταφατικός]], [[βεβαιωτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκαταθετικώς</i> / <i>συγκαταθετικῶς</i> ΝΑ, και <i>συγκαταθετικά</i> Ν<br />με [[συγκατάθεση]], επιδοκιμαστικά.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκαταθετικός:''' филос. выражающий признание, утверждающий (τῆς ψυχῆς [[κίνημα]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 03:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταθετικός Medium diacritics: συγκαταθετικός Low diacritics: συγκαταθετικός Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synkatathetikós Transliteration B: synkatathetikos Transliteration C: sygkatathetikos Beta Code: sugkataqetiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A assenting, approving, Chrysipp.Stoic.2.40, Plu.2.1122b, Arr.Epict.1.17.22.    2 affirmative, Suid. s.v. ἀππαπαῖ. Adv. -κῶς Arr.Epict.1.14.7.

German (Pape)

[Seite 964] ή, όν, zustimmend, beifällig, κίνημα, Plut. adv. Colot. 26.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταθετικός: -ή, -όν, ὁ συγκατατιθέμενος, ἐπιδοκιμάζων, συγκατανεύων, Πλουτ. 2. 1122Β· καταφατικὸς ἢ βεβαιωτικός, Σουΐδ. ἐν λ. ἀππαπαί. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 14, 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
approbatif.
Étymologie: συγκατάθεσις.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγκαταθετικός, -ή, -όν, ΝΑ συγκατατίθημι
1. αυτός που συγκατατίθεται, που αποδέχεται, που επιδοκιμάζει («οὔπω δὲ συγκαταθετικὸς [ὁ νοῡς] τῶν ἀεὶ γινομένων, ἐὰν μὴ θέλῃ ὁ ἄνθρωπος», Επιφάν.)
2. καταφατικός, βεβαιωτικός.
επίρρ...
συγκαταθετικώς / συγκαταθετικῶς ΝΑ, και συγκαταθετικά Ν
με συγκατάθεση, επιδοκιμαστικά.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγκαταθετικός, -ή, -όν, ΝΑ συγκατατίθημι
1. αυτός που συγκατατίθεται, που αποδέχεται, που επιδοκιμάζει («οὔπω δὲ συγκαταθετικὸς [ὁ νοῡς] τῶν ἀεὶ γινομένων, ἐὰν μὴ θέλῃ ὁ ἄνθρωπος», Επιφάν.)
2. καταφατικός, βεβαιωτικός.
επίρρ...
συγκαταθετικώς / συγκαταθετικῶς ΝΑ, και συγκαταθετικά Ν
με συγκατάθεση, επιδοκιμαστικά.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταθετικός: филос. выражающий признание, утверждающий (τῆς ψυχῆς κίνημα Plut.).