Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμβατός: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
(39)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συμβατός]], -ή, -όν, ΝΑ [[συμβαίνω]]<br />αυτός που υπόκειται σε [[σύμβαση]], σε [[συμφωνία]] («οὐδ' ή τῶν μελλόντων [[ἀδηλότης]] αὐτῷ συμβατή», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />συμβιβάσιμος, εναρμονιζόμενος, [[σύμφωνος]], [[ταιριαστός]], [[κατάλληλος]].
|mltxt=-ή, -ό / [[συμβατός]], -ή, -όν, ΝΑ [[συμβαίνω]]<br />αυτός που υπόκειται σε [[σύμβαση]], σε [[συμφωνία]] («οὐδ' ή τῶν μελλόντων [[ἀδηλότης]] αὐτῷ συμβατή», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />συμβιβάσιμος, εναρμονιζόμενος, [[σύμφωνος]], [[ταιριαστός]], [[κατάλληλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμβᾰτός:''' [adj. verb. к [[συμβαίνω]] случающийся, могущий случиться, возможный: μὴ [[συμβατόν]] ἐστι Polyb. невозможно, немыслимо.
}}
}}

Revision as of 04:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβᾰτός Medium diacritics: συμβατός Low diacritics: συμβατός Capitals: ΣΥΜΒΑΤΟΣ
Transliteration A: symbatós Transliteration B: symbatos Transliteration C: symvatos Beta Code: sumbato/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A liable to happen, οὐδ' ἡ τῶν μελλόντων ἀδηλότης αὐτῷ συμβατή Ph.1.277; συμβατόν ἐστι,= συμβαίνει, Plb.9.2.4.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συμβατός, -ή, -όν, ΝΑ συμβαίνω
αυτός που υπόκειται σε σύμβαση, σε συμφωνία («οὐδ' ή τῶν μελλόντων ἀδηλότης αὐτῷ συμβατή», Φίλ.)
νεοελλ.
συμβιβάσιμος, εναρμονιζόμενος, σύμφωνος, ταιριαστός, κατάλληλος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συμβατός, -ή, -όν, ΝΑ συμβαίνω
αυτός που υπόκειται σε σύμβαση, σε συμφωνία («οὐδ' ή τῶν μελλόντων ἀδηλότης αὐτῷ συμβατή», Φίλ.)
νεοελλ.
συμβιβάσιμος, εναρμονιζόμενος, σύμφωνος, ταιριαστός, κατάλληλος.

Russian (Dvoretsky)

συμβᾰτός: [adj. verb. к συμβαίνω случающийся, могущий случиться, возможный: μὴ συμβατόν ἐστι Polyb. невозможно, немыслимо.