συγκαμπτός: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκάμπτω]]<br />λυγισμένος, [[καμπύλος]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκάμπτω]]<br />λυγισμένος, [[καμπύλος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκαμπτός:''' [adj. verb. к [[συγκάμπτω]] согнутый Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A flexed, Arist.IA709b7.
German (Pape)
[Seite 964] zusammengebogen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαμπτός: -ή, -όν, συγκεκαμμένος, κεκαμμένος, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 9. 11.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συγκάμπτω
λυγισμένος, καμπύλος.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συγκάμπτω
λυγισμένος, καμπύλος.
Russian (Dvoretsky)
συγκαμπτός: [adj. verb. к συγκάμπτω согнутый Arst.