συσσήπω: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(40) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[σήπω]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] να σαπίσει [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς [[πλησίον]]», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[διαβρέχω]] εντελώς την [[τροφή]] για [[χώνευση]]. | |mltxt=ΜΑ [[σήπω]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] να σαπίσει [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς [[πλησίον]]», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[διαβρέχω]] εντελώς την [[τροφή]] για [[χώνευση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συσσήπω:''' размягчать, разлагать (τροφήν Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:28, 1 January 2019
English (LSJ)
A macerate food completely, for digestion, Arist.PA675a13:—Pass., with pf. Act., grow putrid together, Hp.Loc.Hom.29, Ael.NA10.13, Porph.VP44.
Greek (Liddell-Scott)
συσσήπω: ἐντελῶς διαβρέχω, διαλύω τὴν τροφὴν πρὸς χώνευσιν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 13· σήπω ὁμοῦ, κάμνω τι νὰ σαπῇ ἐπίσης, «τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς πλησίον» Γεωπ. 4. 15, 3. - Παθητ., μετ’ ἐνεργ. πρκμ., καταλαμβάνομαι ὑπὸ σήψεως, «σαπίζω», Αἰλ. π. Ζ. 10. 13, Κλήμ. Ἀλ. σ. 7.
French (Bailly abrégé)
au pf. et au Pass.
pourrir ou se consumer ensemble.
Étymologie: σύν, σήπω.
Greek Monolingual
ΜΑ σήπω
κάνω κάτι να σαπίσει μαζί με κάτι άλλο («τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς πλησίον», Γεωπ.)
αρχ.
διαβρέχω εντελώς την τροφή για χώνευση.
Russian (Dvoretsky)
συσσήπω: размягчать, разлагать (τροφήν Arst.).