τανυσίπτερος: Difference between revisions
ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾰνῠσίπτερος:''' -ον ([[τανύω]], [[πτερόν]]), αυτός που έχει ανοιγμένα φτερά, μακριές πτέρυγες, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Αριστοφ. | |lsmtext='''τᾰνῠσίπτερος:''' -ον ([[τανύω]], [[πτερόν]]), αυτός που έχει ανοιγμένα φτερά, μακριές πτέρυγες, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰνῠσίπτερος:''' Hom., HH, Hes., Arph. = [[τανύπτερος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A = τανύπτερος, ὄρνιθες Od.5.65, cf. Hes.Op. 212, Alc.84; κίχλαι Od.22.468; ἀλκυόνες Ibyc.8; οἰωνός h.Merc. 213; χελιδών Ar.Av.1411 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1067] = τανύπτερος; ὄρνιθες, κίχλαι, Od. 5, 65. 22, 468; οἰωνός, H. h. Merc. 213; ὄρνις, Hes. O. 214 Th. 525; Ar. Av. 1412. 1415; δίκα, Mesomed. 1.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνῠσίπτερος: -ον, = τανύπτερος, τανυπτέρυξ, ὄρνιθες Ὀδ. Ε. 65, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 210· κίχλαι Ὀδ. Χ. 468· ἀλκυόνες Ἴβυκ. 7· οἰωνὸς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 213· χελιδὼν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1411.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. τανυπτέρυξ.
English (Autenrieth)
broad-winged, Od. 5.65 and Od. 22.468.
Greek Monolingual
-ον, ΝΜΑ
βλ. τανύπτερος.
Greek Monotonic
τᾰνῠσίπτερος: -ον (τανύω, πτερόν), αυτός που έχει ανοιγμένα φτερά, μακριές πτέρυγες, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνῠσίπτερος: Hom., HH, Hes., Arph. = τανύπτερος.