τἀπί: Difference between revisions
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
(6) |
(4b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τἀπί:''' [[κράση]] αντί τὰ [[ἐπί]]· τἀπιεικῆ αντί <i>τὰ ἐπιεικῆ</i>· τἀπιτίμια αντί <i>τὰ</i> ἐπιτίμια· <i>τἀπίχειρα</i> αντί τὰ [[ἐπίχειρα]]. | |lsmtext='''τἀπί:''' [[κράση]] αντί τὰ [[ἐπί]]· τἀπιεικῆ αντί <i>τὰ ἐπιεικῆ</i>· τἀπιτίμια αντί <i>τὰ</i> ἐπιτίμια· <i>τἀπίχειρα</i> αντί τὰ [[ἐπίχειρα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τἀπί:''' in crasi = τὰ ἐπί. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:28, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 1069] att. zsgz. statt τὰ ἐπί.
Greek (Liddell-Scott)
τἀπί: κατ’ Ἀττ. κρᾶσιν ἀντὶ τὰ ἐπί· ― τἀπιεικῆ, ἀντὶ τὰ ἐπιεικῆ.
French (Bailly abrégé)
crase att. p. τὰ ἐπί.
Greek Monolingual
(I)
το, Ν
άκλ. (στη σουλτανική Τουρκία)
τίτλος ιδιοκτησίας, συνώνυμος του φόρου ο οποίος έπρεπε να καταβληθεί στο τουρκικό δημόσιο για να επιτραπεί η μεταβίβαση δημόσιων γαιών σε καλλιεργητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tapu].———————— (II)
το, Ν
άκλ. φρ. «έμεινα ταπί» — έμεινα χωρίς χρήματα, είμαι τελείως απένταρος, άφραγκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tabī «νικημένος, υποτελής»].———————— (III)
(τἀπί) Α
(στους αττ. συγγραφείς) κράση αντί τὰ ἐπί.
Greek Monotonic
τἀπί: κράση αντί τὰ ἐπί· τἀπιεικῆ αντί τὰ ἐπιεικῆ· τἀπιτίμια αντί τὰ ἐπιτίμια· τἀπίχειρα αντί τὰ ἐπίχειρα.
Russian (Dvoretsky)
τἀπί: in crasi = τὰ ἐπί.