τέκνωσις: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τέκνωσις:''' -εως, ἡ, [[γέννηση]], [[απόκτηση]] παιδιών, <i>τέκνωσιν ποιεῖσθαι</i>, έχω [[παιδιά]], [[αποκτώ]] [[τέκνα]], σε Θουκ.
|lsmtext='''τέκνωσις:''' -εως, ἡ, [[γέννηση]], [[απόκτηση]] παιδιών, <i>τέκνωσιν ποιεῖσθαι</i>, έχω [[παιδιά]], [[αποκτώ]] [[τέκνα]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''τέκνωσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> деторождение: τέκνωσιν ποιεῖσθαι Thuc. производить на свет детей или Arst. детенышей;<br /><b class="num">2)</b> усыновление Diod.
}}
}}

Revision as of 04:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέκνωσις Medium diacritics: τέκνωσις Low diacritics: τέκνωσις Capitals: ΤΕΚΝΩΣΙΣ
Transliteration A: téknōsis Transliteration B: teknōsis Transliteration C: teknosis Beta Code: te/knwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A begetting, bearing, τέκνωσιν ποιεῖσθαι to have children, Th.2.44; γίγνεται ἡ τ. τινός Agathocl.2; τὴν τ. ποιεῖσθαι, of birds, Arist.HA618a26.    II adoption, D.S.4.39.

German (Pape)

[Seite 1083] ἡ, das Kindererzeugen, Gebären, τέκνωσιν ποιεῖσθαι, = τεκνοῦν, Thuc. 2, 44. – Auch das an Kindesstatt Annehmen, Adoptiren, D. Sic. 4, 39.

Greek (Liddell-Scott)

τέκνωσις: -εως, ἡ, τὸ γεννᾶν, τίκτειν, τέκνωσιν ποιοῦμαι, τεκνοποιοῦμαι, κτῶμαι τέκνα, Θουκ. 2. 44· γίγνεται ἡ τ. τινος Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 375F· - τὴν τ. ποιεῖσθαι, ἐπὶ πτηνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 29, 4. ΙΙ. Υἱοθεσία, Διόδ. 4. 39, 67.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
procréation, enfantement : τέκνωσιν ποιεῖσθαι THC mettre des enfants au monde.
Étymologie: τεκνόω.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, Α τεκνῶ
1. απόκτηση τέκνων
2. υιοθεσία.

Greek Monotonic

τέκνωσις: -εως, ἡ, γέννηση, απόκτηση παιδιών, τέκνωσιν ποιεῖσθαι, έχω παιδιά, αποκτώ τέκνα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

τέκνωσις: εως ἡ1) деторождение: τέκνωσιν ποιεῖσθαι Thuc. производить на свет детей или Arst. детенышей;
2) усыновление Diod.