τελεστήριον: Difference between revisions

From LSJ

ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τελεστήριον:''' τό ([[τελέω]] III)·<br /><b class="num">I.</b> [[τόπος]] προς [[μύηση]], όπως ο [[ναός]] της Ελευσίνας, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> <i>τελεστήρια</i>, <i>τά</i>, ευχαριστήρια [[θυσία]] για [[επιτυχία]], σε Ξεν.
|lsmtext='''τελεστήριον:''' τό ([[τελέω]] III)·<br /><b class="num">I.</b> [[τόπος]] προς [[μύηση]], όπως ο [[ναός]] της Ελευσίνας, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> <i>τελεστήρια</i>, <i>τά</i>, ευχαριστήρια [[θυσία]] για [[επιτυχία]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''τελεστήριον:''' τό<b class="num">1)</b> место посвящения (в Элевсинские таинства) Plut.;<br /><b class="num">2)</b> pl. благодарственная жертва Xen.
}}
}}

Revision as of 04:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελεστήριον Medium diacritics: τελεστήριον Low diacritics: τελεστήριον Capitals: ΤΕΛΕΣΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: telestḗrion Transliteration B: telestērion Transliteration C: telestirion Beta Code: telesth/rion

English (LSJ)

τό,

   A place for initiation, at Phlyae, Plu. Them.1; at Eleusis, Id.Per.13.    II τελεστήρια (sc. ἱερά), τά, thank-offering for success, X.Cyr.8.7.3, Ael.VH12.1.

German (Pape)

[Seite 1085] τό, der Ort der Einweihung, Plut. Themist. 1 Pericl. 13; – τὰ τελεστήρια, sc. ἱερά, Dankopfer für glückliche Vollendung, Xen. Cyr. 8, 7, 3.

Greek (Liddell-Scott)

τελεστήριον: τό, τόπος πρὸς μύησιν, οἷον ὁ ἐν Ἐλευσῖνι ναός, Πλουτ. Θεμιστ. 1, Περικλ. 13, Κλήμ Ἀλεξ. 1. ΙΙ. τελεστήρια (ἐξυπακ. ἱερά), τά, εὐχαριστήριος θυσία ἐπὶ ἐπιτυχίᾳ, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 3, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 lieu pour les cérémonies d’initiation;
2 τὰ τελεστήρια actions de grâces pour l’achèvement d’une entreprise.
Étymologie: τελέω.

Greek Monotonic

τελεστήριον: τό (τελέω III)·
I. τόπος προς μύηση, όπως ο ναός της Ελευσίνας, σε Πλούτ.
II. τελεστήρια, τά, ευχαριστήρια θυσία για επιτυχία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

τελεστήριον: τό1) место посвящения (в Элевсинские таинства) Plut.;
2) pl. благодарственная жертва Xen.