τραπεζοειδής: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(41) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />όμοιος με [[τράπεζα]] ή με [[τραπέζιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα τραπεζοειδή</i><br /><b>(παλαιοντ.)</b> απολιθωμένη υφομοταξία ανθοζώων, κοιλεντεροζώων, αποικιακά κοράλλια, της οποίας οι εκπρόσωποι έζησαν από το ορδοβίσιο ώς το [[μέσο]] ιουρασικό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τραπεζοειδής]] μυς»<br /><b>ανατ.</b> [[μεγάλος]] και [[πλατύς]] μυς της οπίσθιας επιφάνειας του τραχήλου και της ράχης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />όμοιος με [[τράπεζα]] ή με [[τραπέζιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα τραπεζοειδή</i><br /><b>(παλαιοντ.)</b> απολιθωμένη υφομοταξία ανθοζώων, κοιλεντεροζώων, αποικιακά κοράλλια, της οποίας οι εκπρόσωποι έζησαν από το ορδοβίσιο ώς το [[μέσο]] ιουρασικό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τραπεζοειδής]] μυς»<br /><b>ανατ.</b> [[μεγάλος]] και [[πλατύς]] μυς της οπίσθιας επιφάνειας του τραχήλου και της ράχης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τραπεζοειδής:''' имеющий вид стола или плиты (ἡ γῆ - по Анаксимену Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A trapezium-shaped, λόφος Str.14.6.3, cf. Placit. 3.10.3.
German (Pape)
[Seite 1134] ές, von der Gestalt eines Tisches oder eines ungleichseitigen Vierecks, τραπέζιον; Strab. XIV; Plut. plac. phil. 3, 10.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπεζοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα τραπέζης, Στράβ. 682, Πλούτ. 2. 895D.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
en forme de table.
Étymologie: τράπεζα, εἶδος.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
όμοιος με τράπεζα ή με τραπέζιο
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τραπεζοειδή
(παλαιοντ.) απολιθωμένη υφομοταξία ανθοζώων, κοιλεντεροζώων, αποικιακά κοράλλια, της οποίας οι εκπρόσωποι έζησαν από το ορδοβίσιο ώς το μέσο ιουρασικό
2. φρ. «τραπεζοειδής μυς»
ανατ. μεγάλος και πλατύς μυς της οπίσθιας επιφάνειας του τραχήλου και της ράχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + -ειδής].
Russian (Dvoretsky)
τραπεζοειδής: имеющий вид стола или плиты (ἡ γῆ - по Анаксимену Plut.).