τιμαλφής: Difference between revisions
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τῐμαλφής:''' -ές ([[τιμή]], ἀλφεῖν), αυτός που αποφέρει [[τιμή]], [[τίμιος]], [[πολύτιμος]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''τῐμαλφής:''' -ές ([[τιμή]], ἀλφεῖν), αυτός που αποφέρει [[τιμή]], [[τίμιος]], [[πολύτιμος]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τῑμαλφής:''' [[ἀλφάνω]]<br /><b class="num">1)</b> чтимый, прославляемый Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> высоко ценимый ([[κτῆμα]] Plat.): χρυσοῦ τ. [[φόρτος]] Luc. драгоценный груз золота. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ές, (τιμή, ἀλφεῖν)
A fetching a prize, costly, precious, A.Fr.56, Ion Trag.43; -έστατον κτῆμα Pl.Ti.59b; πρᾶγμα χρυσοῦ -έστερον Nicostr. ap. Stob.4.23.62, cf. Ph. 1.157; πάντα μου τὰ -έστατα κτήματα Gal.14.66.
German (Pape)
[Seite 1114] ές, was einen Preis oder Werth findet, übh. geschätzt, geehrt, werthvoll; Aesch. frg. 47; τιμαλφέστατον κτῆμα, Plat. Tim. 59 b; φόρτος, Luc. epigr. 17 (XI, 432), u. öfter bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τιμαλφής: -ές, (τιμή, ἀλφεῖν) ὁ τιμὴν ἀποφέρων, τίμιος, πολυτελής, πολύτιμος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 53· τιμαλφέστατον κτῆμα Πλάτ. Τίμ. 59Β· πρᾶγμα χρυσοῦ τιμαλφέστερον Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 445. 41. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τιμαλφής· ἔντιμος, τιμὴν ἀλφαίνουσα, διὰ τιμῆς ἀγομένη· Ἴων (Ἀποσπ. 43) Φοίνικι δευτέρῳ».
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui trouve son prix, qui parvient à se vendre son prix ; coûteux, précieux, cher;
Sp. τιμαλφέστατος.
Étymologie: τιμή, ἀλφάνω.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που αξίζει πολύ, πολύτιμος
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τιμαλφή
κοσμήματα, πολύτιμα λίθοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -αλφής (< ἀλφάνω «φέρω, βρίσκω, αποκτώ»), πρβλ. πολυ-αλφής].
Greek Monotonic
τῐμαλφής: -ές (τιμή, ἀλφεῖν), αυτός που αποφέρει τιμή, τίμιος, πολύτιμος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
τῑμαλφής: ἀλφάνω
1) чтимый, прославляемый Aesch.;
2) высоко ценимый (κτῆμα Plat.): χρυσοῦ τ. φόρτος Luc. драгоценный груз золота.