ὑββάλλω: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑββάλλω:''' Επικ. συγκοπτ. αντί [[ὑποβάλλω]]. | |lsmtext='''ὑββάλλω:''' Επικ. συγκοπτ. αντί [[ὑποβάλλω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑββάλλω:''' Hom. = [[ὑποβάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:56, 1 January 2019
English (LSJ)
Ep. for ὑποβάλλω, Il.19.80.
German (Pape)
[Seite 1168] ep. statt ὑποβάλλω, Il. 19, 80.
Greek (Liddell-Scott)
ὑββάλλω: κατ’ Ἐπικ. συγκοπ. ἀντὶ ὑποβάλλω, Ἰλ. Τ. 80. - Καθ’ Ἡσυχ.: «ὑββάλει· ὑπερτίθεται, ὑποβάλλει».
Greek Monolingual
Α
(επικ. συγκεκομμένος τ.) βλ. υποβάλλω.
Greek Monotonic
ὑββάλλω: Επικ. συγκοπτ. αντί ὑποβάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ὑββάλλω: Hom. = ὑποβάλλω.