τυλώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
(42) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες / [[τυλώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[τύλη]]/[[τύλος]]<br />όμοιος με τύλο, με κάλο (α. «τυλώδες [[εξόγκωμα]]» β. «[[ὥσπερ]] ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] τύλους («τυλώδες [[χέρι]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τυλώδες [[έλκος]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[έλκος]] με [[παλιά]] και σκληρά χείλη, λόγω υπερτροφικής σκλήρυνσης. | |mltxt=-ες / [[τυλώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[τύλη]]/[[τύλος]]<br />όμοιος με τύλο, με κάλο (α. «τυλώδες [[εξόγκωμα]]» β. «[[ὥσπερ]] ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] τύλους («τυλώδες [[χέρι]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τυλώδες [[έλκος]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[έλκος]] με [[παλιά]] και σκληρά χείλη, λόγω υπερτροφικής σκλήρυνσης. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τῠλώδης:''' мозолистый ([[σάρξ]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A callous, Plu. 2.46d (metaph.), Dsc.2.154, Antyll. ap. Orib.10.23.24, Sor.1.10, Gal.6.775.
Greek (Liddell-Scott)
τυλώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ τυλοειδής, ὥσπερ ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει, τῇ ψυχῇ μώλωπα μὴ λαμβάνοντος Πλούτ. 2. 46D.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
calleux.
Étymologie: τύλος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / τυλώδης, -ῶδες, ΝΜΑ τύλη/τύλος
όμοιος με τύλο, με κάλο (α. «τυλώδες εξόγκωμα» β. «ὥσπερ ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. γεμάτος τύλους («τυλώδες χέρι»)
2. φρ. «τυλώδες έλκος»
ιατρ. έλκος με παλιά και σκληρά χείλη, λόγω υπερτροφικής σκλήρυνσης.
Russian (Dvoretsky)
τῠλώδης: мозолистый (σάρξ Plut.).