ὑπερβαρής: Difference between revisions
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερβαρής:''' -ές ([[βάρος]]), υπερβολικά [[βαρύς]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὑπερβαρής:''' -ές ([[βάρος]]), υπερβολικά [[βαρύς]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερβᾰρής:''' досл. сверхтяжкий, перен. жестокий ([[δαίμων]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A exceedingly heavy, δαίμων A.Ag.1175 (lyr.); τὰν τύχαν . . τὰν ὑπερβάρεα IGRom.4.1302 (Cyme, i B. C./i A. D.); ὑ. ἀνάβασις τοῦ Νείλου POxy.486.32 (ii A. D.):—but ὑπέρβᾰρυς, υ, in Hp.Art. 46, Gal.7.587.
German (Pape)
[Seite 1192] ές, überlastet; übertr., sehr schwer, δαίμων Aesch. Ag. 1148.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερβαρής: -ές, καθ’ ὑπερβολὴν βαρύς, τὰν ὑπερβάρεα Ἐπιγραφ. Αἰολ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 15· - ἀλλ’ ὁ τύπος ὑπέρβᾰρυς, υ, οἷον ἐν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811 προτιμᾶται ὑπὸ τοῦ Λοβ. εἰς Φρύν. 539· - ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1175, ὑπερβαρὴς εἶναι ἐναντίον τοῦ μέτρου· ὁ Paley ἔχει ὕπερθεν βαρύς.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
trop lourd ; trop grand.
Étymologie: ὑπέρ, βάρος.
Greek Monolingual
-ές, Α
πάρα πολύ βαρύς (α. «δαίμων ὑπερβαρής», Αισχύλ.
β. «τὰν τύχαν... τὰν ὑπερβάρεα», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ἐπι-βαρής, κατα-βαρής].
Greek Monotonic
ὑπερβαρής: -ές (βάρος), υπερβολικά βαρύς, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερβᾰρής: досл. сверхтяжкий, перен. жестокий (δαίμων Aesch.).