ὑπόρρηνος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόρρηνος:''' -ον ([[ῥήν]], [[ἀρήν]]), αυτός που έχει ένα [[αρνάκι]] από [[κάτω]] του, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὑπόρρηνος:''' -ον ([[ῥήν]], [[ἀρήν]]), αυτός που έχει ένα [[αρνάκι]] από [[κάτω]] του, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόρρηνος:''' Hom. = [[ὕπαρνος]].
}}
}}

Revision as of 05:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόρρηνος Medium diacritics: ὑπόρρηνος Low diacritics: υπόρρηνος Capitals: ΥΠΟΡΡΗΝΟΣ
Transliteration A: hypórrēnos Transliteration B: hyporrēnos Transliteration C: yporrinos Beta Code: u(po/rrhnos

English (LSJ)

ον, (πήν, ἀρήν) poet. for ὕπαρνος, Il.10.216.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόρρηνος: -ον, (ῥήν, ἀρὴν) ποιητ. ἀντὶ ὕπαρνος, ὁ ἔχων ἀμνὸν ὑποκάτω, Ἰλ. Κ. 216· πρβλ. ὑπόπορτις, ὑπόπωλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui allaite un agneau.
Étymologie: ὑπό, ῥήν.

English (Autenrieth)

(ϝρήν): having a lamb under her, Od. 10.216†.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.) ὕπαρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ρρηνος (< ῥήν, ῥῆνος «αρνί»), πρβλ. πολύ-ρρηνος].

Greek Monotonic

ὑπόρρηνος: -ον (ῥήν, ἀρήν), αυτός που έχει ένα αρνάκι από κάτω του, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόρρηνος: Hom. = ὕπαρνος.