Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑποφρίσσω: Difference between revisions

From LSJ
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποφρίσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[ριγώ]], [[τρέμω]], [[ανατριχιάζω]] από φόβο [[ελαφρά]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ὑποφρίσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[ριγώ]], [[τρέμω]], [[ανατριχιάζω]] από φόβο [[ελαφρά]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποφρίσσω:''' атт. [[ὑποφρίττω]] немного дрожать, содрогаться Plut., Luc.
}}
}}

Revision as of 05:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφρίσσω Medium diacritics: ὑποφρίσσω Low diacritics: υποφρίσσω Capitals: ΥΠΟΦΡΙΣΣΩ
Transliteration A: hypophríssō Transliteration B: hypophrissō Transliteration C: ypofrisso Beta Code: u(pofri/ssw

English (LSJ)

Att. ὑποφρίττω,

   A to be rather bristly, γενειὰς ὑποφρίττουσα Philostr.Jun.Im.8; shudder a little, Luc.Peregr.39, JConf.4, Pr.Im. 12, Aët.12.68; of an artery, Archig. ap. Gal.8.90.    2 c. acc., feel dread before or of, Euph.78, Gal.UP14.4.    3 bristle, πολιῇσιν ἐθείραις Nonn.D.35.55.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφρίσσω: Ἀττ. -ττω, φρίσσω ὀλίγον, κατέχομαι ὑπὸ μικρᾶς φρικιάσεως, Λουκ. Περεγρ. 39, Ζεὺς Ἐλεγχόμ. 4, ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων 12. 2) μετ’ αἰτ., αἰσθάνομαι μυστικὸν ἢ κρύφιον φόβον ἐνώπιόν τινος, ὑποφρίσσοντες ἄνακτα Εὐφορίων παρ’ Ἀθην. 262D (Ἀποσπ. 73).

French (Bailly abrégé)

éprouver un frisson, un mouvement d’effroi.
Étymologie: ὑπό, φρίσσω.

Greek Monolingual

Α
1. τρομάζω λίγο
2. αισθάνομαι κρυφό φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φρίσσω «ταράζομαι, ανατριχιάζω, φοβάμαι»].

Greek Monotonic

ὑποφρίσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ριγώ, τρέμω, ανατριχιάζω από φόβο ελαφρά, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφρίσσω: атт. ὑποφρίττω немного дрожать, содрогаться Plut., Luc.