ὑπογλυκαίνω: Difference between revisions
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπογλῠκαίνω:''' [[γλυκαίνω]] λίγο· μεταφ., [[καλοπιάνω]] και καταπραΰνω, <i>τινά</i>, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὑπογλῠκαίνω:''' [[γλυκαίνω]] λίγο· μεταφ., [[καλοπιάνω]] και καταπραΰνω, <i>τινά</i>, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπογλῠκαίνω:''' услаждать, ублажать (τινὰ ῥηματίοις μαγειρικοῖς Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:20, 1 January 2019
English (LSJ)
A sweeten a little: metaph., coax and smooth down, δῆμον ῥηματίοις Ar.Eq.216.
German (Pape)
[Seite 1212] ein wenig versüßen, übertr., ein wenig mit süßen Worten schmeicheln od. etwas freundlich stimmen, ῥηματίοις μαγειρικοῖς, Ar. Equit. 216.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπογλῠκαίνω: γλυκαίνω ὀλίγον τι· μεταφ., θωπεύω καὶ καταπραΰνω, ὑπογλυκαίνειν ῥηματίοις μαγειρικοῖς, Ἀριστοφάνους Ἱππ. 216.
French (Bailly abrégé)
adoucir un peu, fig. amadouer ou cajoler.
Étymologie: ὑπό, γλυκαίνω.
Greek Monolingual
Α
1. γλυκαίνω λιγάκι
2. μτφ. καλοπιάνω με κολακείες («δῆμον ὑπογλυκαίνειν ῥηματίοις μαγειρικοῑς», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ὑπογλῠκαίνω: γλυκαίνω λίγο· μεταφ., καλοπιάνω και καταπραΰνω, τινά, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπογλῠκαίνω: услаждать, ублажать (τινὰ ῥηματίοις μαγειρικοῖς Arph.).