ὑφειμένως: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑφειμένως:''' επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[ὑφίημι]], αμελώς, απρόσεκτα, με ελάχιστη [[βία]], Λατ. [[submisse]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ὑφειμένως:''' επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[ὑφίημι]], αμελώς, απρόσεκτα, με ελάχιστη [[βία]], Λατ. [[submisse]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑφειμένως:''' уступчиво, смиренно, кротко ([[εἰπεῖν]] Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:24, 1 January 2019
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of ὑφίημι,
A in a subdued tone or manner, X.An.7.7.16, Philostr.VS1.25.5; ὑ. ἔχειν πρός τινα Aristid. 2.137J.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφειμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ὑφίημι, ἀμελῶς, χαλαρῶς, ἧττον βιαίως ἢ αὐθαδῶς, Λατ. submisse, ὁ δὲ Μηδοσάδης μάλα δὴ ὑφειμένως... ἔφη Ξεν. Ἀν. 7. 7, 16, Φιλόστρ. 536· ὑφ. ἔχειν πρός τινα Ἀριστείδ. 2. 137.
French (Bailly abrégé)
adv.
doucement.
Étymologie: ὑφειμένος de ὑφεῖμαι, ὑφίημι.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με χαλαρότητα ή με ατονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφειμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. ὑφίημι + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
ὑφειμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του ὑφίημι, αμελώς, απρόσεκτα, με ελάχιστη βία, Λατ. submisse, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὑφειμένως: уступчиво, смиренно, кротко (εἰπεῖν Xen.).