φευκτικός: Difference between revisions
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(44) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φευκτός]]<br />αυτός που έχει την [[τάση]] να αποφεύγει κάποιον ή [[κάτι]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[φευκτός]]<br />αυτός που έχει την [[τάση]] να αποφεύγει κάποιον ή [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φευκτικός:''' убегающий, рвущийся прочь Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A inclined to avoid, opp. ὀρεκτικός, c. gen., Arist.de An.431a13; opp. αἱρετικός, Phld. Mus.p.93 K.
German (Pape)
[Seite 1267] flüchtig, Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
φευκτικός: -ή, -όν, ἔχων ῥοπὴν πρὸς ἀποφυγήν, τείνων νὰ ἀποφύγῃ τι, ἀντίθετον τῷ ὀρεκτικός, μετὰ γεν., Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 7, 3.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φευκτός
αυτός που έχει την τάση να αποφεύγει κάποιον ή κάτι.
Russian (Dvoretsky)
φευκτικός: убегающий, рвущийся прочь Arst.