φιλοικοδόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοικοδόμος:''' -ον, αυτός που αγαπά την [[οικοδόμηση]], σε Ξεν.
|lsmtext='''φῐλοικοδόμος:''' -ον, αυτός που αγαπά την [[οικοδόμηση]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοικοδόμος:''' v. l. [[φιλοικόδομος]] 2 любящий домостроительство Xen., Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 05:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοικοδόμος Medium diacritics: φιλοικοδόμος Low diacritics: φιλοικοδόμος Capitals: ΦΙΛΟΙΚΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: philoikodómos Transliteration B: philoikodomos Transliteration C: filoikodomos Beta Code: filoikodo/mos

English (LSJ)

ον,

   A fond of building, X.Oec.20.29, Arist.EN 1175a34.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοικοδόμος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ οἰκοδομῇ, Ξεν. Οἰκ. 20. 29, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à bâtir des maisons.
Étymologie: φίλος, οἰκοδομέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που του αρέσει να χτίζει οικοδομήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + οἰκοδόμος.

Greek Monotonic

φῐλοικοδόμος: -ον, αυτός που αγαπά την οικοδόμηση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

φιλοικοδόμος: v. l. φιλοικόδομος 2 любящий домостроительство Xen., Arst., Plut.