φρενόπληκτος: Difference between revisions
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φρενόπληκτος:''' -ον ([[πλήσσω]]), αυτός που πάσχει στο [[μυαλό]], [[μανιακός]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''φρενόπληκτος:''' -ον ([[πλήσσω]]), αυτός που πάσχει στο [[μυαλό]], [[μανιακός]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φρενόπληκτος:''' пораженный безумием Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A stricken in mind, frenzied, ib.1054(anap.).
German (Pape)
[Seite 1304] dessen Seele wie vom Schlage getroffen ist, mit Wahnsinn geschlagen, wahnsinnig, bethört, Aesch. Prom. 1056.
Greek (Liddell-Scott)
φρενόπληκτος: -ον, (πλήσσω), ὁ τὰς φρένας πληγείς, παράφρων, Αἰσχύλ. Προμ. 1054.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a l’esprit frappé.
Étymologie: φρήν, πλήσσω.
Greek Monolingual
-η, -ο / φρενόπληκτος, -ον, ΝΑ
φρενοβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό-πληκτος, σιδηρό-πληκτος].
Greek Monotonic
φρενόπληκτος: -ον (πλήσσω), αυτός που πάσχει στο μυαλό, μανιακός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
φρενόπληκτος: пораженный безумием Aesch.