φλυαρώδης: Difference between revisions
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φλῠᾱρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[φλύαρος]], [[γελοίος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''φλῠᾱρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[φλύαρος]], [[γελοίος]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φλυᾱρώδης:''' бессодержательный, вздорный ([[λόγος]] κενὸς καὶ φ. Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A foolish, Plu.Lyc.6, Id.2.615a; ῥῆμα Porph.Chr.61.
German (Pape)
[Seite 1293] ες, possenhaft, Plut. Lyc. 6.
Greek (Liddell-Scott)
φλυᾱρώδης: -ες, (εἶδος) φλύαρος, γελοῖος, Πλουτ. Λυκοῦργ. 6, ὁ αὐτ. 2. 615Α.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
frivole, vain.
Étymologie: φλύαρος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α φλύαρος
φλύαρος, πολυλογάς, ανόητος.
Greek Monotonic
φλῠᾱρώδης: -ες (εἶδος), φλύαρος, γελοίος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
φλυᾱρώδης: бессодержательный, вздорный (λόγος κενὸς καὶ φ. Plut.).