φιλόδικος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(45)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φιλόδικος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που του αρέσουν οι δίκες, αυτός που καταφεύγει [[συχνά]] στα δικαστήρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), <b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>δικος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[φιλόδικος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που του αρέσουν οι δίκες, αυτός που καταφεύγει [[συχνά]] στα δικαστήρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), <b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>δικος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλόδῐκος:''' склонный к сутяжничеству Lys., Dem., Arst.
}}
}}

Revision as of 05:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόδικος Medium diacritics: φιλόδικος Low diacritics: φιλόδικος Capitals: ΦΙΛΟΔΙΚΟΣ
Transliteration A: philódikos Transliteration B: philodikos Transliteration C: filodikos Beta Code: filo/dikos

English (LSJ)

ον,

   A litigious, Lys.10.2, D.56.14, Arist.Rh.1400a19.

German (Pape)

[Seite 1279] Rechtshändel liebend, proceßsüchtig, streitsüchtig, zanksüchtig; Lys. 10, 2; Dem. 56, 14.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόδῐκος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰς δίκας, τὰ ἐν τοῖς δικαστηρίοις γινόμενα, φιλοπράγμων, Λυσί. 116, 22, Δημ. 1287, 17, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime les procès, la chicane.
Étymologie: φίλος, δίκη.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλόδικος, -ον, ΝΑ
αυτός που του αρέσουν οι δίκες, αυτός που καταφεύγει συχνά στα δικαστήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -δικος (< δίκη), πρβλ. βαρύ-δικος].

Russian (Dvoretsky)

φιλόδῐκος: склонный к сутяжничеству Lys., Dem., Arst.