διακωλυτικός: Difference between revisions
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
(1b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διακωλῡτικός:''' противодействующий, задерживающий, мешающий Plat., Arst. | |elrutext='''διακωλῡτικός:''' противодействующий, задерживающий, мешающий Plat., Arst. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διακωλυτικός -ή όν [διακωλύω] hinderlijk. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A preventive, Id.Plt.280d, prob.l. in Poll.7.209.
German (Pape)
[Seite 585] ή, όν, verhindernd; ἔργα Plat. Polit. 280 d; Arist. H. A. 10, 1.
Greek (Liddell-Scott)
διακωλῡτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ ἐμποδίζειν, Πλάτ. Πολιτ. 280D, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10.1,12.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que impide, que sirve para obstaculizar περὶ ... τὰς βίᾳ πράξεις διακωλυτικὰ ἔργα Pl.Plt.280d, cf. Poll.7.209, (πρὸς τὴν τέκνωσιν) ἧττον μὲν διακωλυτικὸν τὸ πάθος Arist.HA 634a36, c. gen. φλεγμασίης πάσης Orib.Syn.3.18.4.
Greek Monolingual
διακωλυτικός, -ή, -όν (Α) διακωλύω
κατάλληλος να παρεμποδίζει.
Russian (Dvoretsky)
διακωλῡτικός: противодействующий, задерживающий, мешающий Plat., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακωλυτικός -ή όν [διακωλύω] hinderlijk.