κακόμαντις: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(2b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰκόμαντις:''' εως adj. вещающий несчастье, пророчащий беду ([[Ἐρινύς]] Aesch.): κ. [[θυμός]] Aesch. зловещее предчувствие. | |elrutext='''κᾰκόμαντις:''' εως adj. вещающий несчастье, пророчащий беду ([[Ἐρινύς]] Aesch.): κ. [[θυμός]] Aesch. зловещее предчувствие. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κακόμαντις -εως, ὁ [κακός, μάντις] onheilsprofeet. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ὁ, ἡ,
A prophet of evil, Ἐρινύς A.Th.722 (lyr.); θυμός Id.Pers.10 (anap.). II abs., sorry prophet, A.R.3.936.
German (Pape)
[Seite 1301] εως, ὁ, Unglücksprophet, Ap. Rh. 3, 935; adj., Böses weissagend, Ἐρινύς Aesch. Spt. 704, θυμός Pers. 10.
Greek (Liddell-Scott)
κακόμαντις: -εως, ὁ, ἡ, μάντις κακῶν, προφητεύων τὸ κακόν, Ἐρινὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 724· θυμὸς ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 10· ἀπολ., ἔρροις, ὦ κακόμαντι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 935.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, ἡ)
prophète de malheurs.
Étymologie: κακός, μάντις.
Greek Monolingual
κακόμαντις, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που προφητεύει κακά, που μαντεύει συμφορές («κακόμαντις Ἐρινύς», Αισχύλ.)
2. κακός, δυσάρεστος προφήτης.
Greek Monotonic
κᾰκόμαντις: -εως, ὁ, ἡ, προφήτης, μάντης κακών, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόμαντις: εως adj. вещающий несчастье, пророчащий беду (Ἐρινύς Aesch.): κ. θυμός Aesch. зловещее предчувствие.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόμαντις -εως, ὁ [κακός, μάντις] onheilsprofeet.