κατακολλάω: Difference between revisions
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(2b) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατακολλάω:''' склеивать(ся) (ᾠὰ κατακολλῶντα Arst.). | |elrutext='''κατακολλάω:''' склеивать(ся) (ᾠὰ κατακολλῶντα Arst.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-κολλάω vastlijmen. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 1 January 2019
English (LSJ)
A glue or fasten upon, inlay, θύρας Χρυσῷ J.AJ8.3.3:— Pass., ὀθονίῳ . . κατακεκολλήσθω . . τὸ ξύλον Hp.Art.7; θύραι κατεκεκόλληντο σανίσιν Callix.1. 2 glue together, Arist.Pr.889b14.
German (Pape)
[Seite 1355] verleimen, festleimen, u. übh. verbinden, zusammenfügen, Hippocr.; αἱ θύραι θυΐναις κατεκεκόλληντο σανίσι Callixen. bei Ath. V, 205 b; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατακολλάω: κολλῶ ἐπί τινος, ποικίλλω ἐγκολλῶν, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205Β. 2) συγκολλῶ, Ἀριστ. Προβλ. 9. 1· συνδέω στενῶς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783.
Russian (Dvoretsky)
κατακολλάω: склеивать(ся) (ᾠὰ κατακολλῶντα Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κολλάω vastlijmen.