καταπνοή: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(2b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταπνοή:''' дор. [[καταπνοά]] ἡ дыхание, веяние (ἀνέμων Pind.). | |elrutext='''καταπνοή:''' дор. [[καταπνοά]] ἡ дыхание, веяние (ἀνέμων Pind.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-πνοή -ῆς, ἡ, Dor. καταπνοά, adem. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A blowing, ἀνέμων Pi.P.5.121 codd. κατά-πνοος, ον, contr. κατά-πνους, ουν, blown upon, Poll.1.240.
German (Pape)
[Seite 1371] ἡ, das Anhauchen, ἀνέμων Pind. P. 5, 121.
Greek (Liddell-Scott)
καταπνοή: ἡ, φύσημα, ἀνέμων Πινδ. Π. 5. 162.
Greek Monolingual
καταπνοή, ἡ (Α) καταπνέω
το φύσημα («ἀνέμων καταπνοά», Πίνδ.).
Greek Monotonic
καταπνοή: ἡ (καταπνέω), φύσημα, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
καταπνοή: дор. καταπνοά ἡ дыхание, веяние (ἀνέμων Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πνοή -ῆς, ἡ, Dor. καταπνοά, adem.