καταστατέον: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(2b)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταστᾰτέον:''' adj. verb. к [[καθίστημι]].
|elrutext='''καταστᾰτέον:''' adj. verb. к [[καθίστημι]].
}}
{{elnl
|elnltext=καταστατέον, adj. verb. van καθίστημι, men moet aanstellen.
}}
}}

Revision as of 07:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστᾰτέον Medium diacritics: καταστατέον Low diacritics: καταστατέον Capitals: ΚΑΤΑΣΤΑΤΕΟΝ
Transliteration A: katastatéon Transliteration B: katastateon Transliteration C: katastateon Beta Code: katastate/on

English (LSJ)

   A one must appoint, ἄρχοντα, ταξιάρχους, Pl.R.414a, X.Cyr.8.1.10.    2 one must lay down, define, A.D.Synt.238.26; κ. πῶς . . Id.Adv.135.21.    3 Gramm., one must construct, Did. in D.7.2.

Greek (Liddell-Scott)

καταστᾰτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ καθιστάναι, πρέπει τις νὰ καταστήσῃ, νὰ διορίσῃ ἢ ἐγκαταστήσῃ, ἄρχοντα, ταξιάρχους Πλάτ. Πολ. 414Α, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 10, κτλ.

Greek Monotonic

καταστᾰτέον: ρημ. επίθ. του καθίστημι, αυτό που πρέπει να καθορισθεί, σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

καταστᾰτέον: adj. verb. к καθίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταστατέον, adj. verb. van καθίστημι, men moet aanstellen.