κελαδῆτις: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(2b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κελᾰδῆτις:''' ῐδος adj. f звучная, певучая ([[γλῶσσα]] Pind.). | |elrutext='''κελᾰδῆτις:''' ῐδος adj. f звучная, певучая ([[γλῶσσα]] Pind.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κελαδῆτις, gen. -δος [κέλαδος] welluidend. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A loud-sounding, γλῶσσα Pi.N.4.86.
German (Pape)
[Seite 1413] ιδος, ἡ, fem. zu einem nicht vorkommenden κελαδήτης; γλῶσσα, singend, Pind. N. 4, 86.
Greek (Liddell-Scott)
κελᾰδῆτις: ῐδος, ἡ, μεγάλως ἠχοῦσα, γλῶσσα Πινδ. Ν. 4. 140.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
sonore, retentissant.
Étymologie: κελαδέω.
Greek Monolingual
κελαδῆτις, ἡ (Α)
αυτή που ηχεί βαριά, ηχηρή («ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + επίθημα -ῆτις, -ήτιδος, που απαντά σε θηλ. αντίστοιχων αρσ. σε -ήτης (πρβλ. προφ-ήτης)].
Greek Monotonic
κελᾰδῆτις: -ιδος, ἡ, αυτή που ηχεί δυνατά, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
κελᾰδῆτις: ῐδος adj. f звучная, певучая (γλῶσσα Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελαδῆτις, gen. -δος [κέλαδος] welluidend.