πεδιονόμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
(3b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πεδιονόμος:''' обитающий на равнинах, полевой (θεοί Aesch.).
|elrutext='''πεδιονόμος:''' обитающий на равнинах, полевой (θεοί Aesch.).
}}
{{elnl
|elnltext=πεδιονόμος -ον [πεδίον, νέμω] wonend op de vlakte.
}}
}}

Revision as of 07:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδιονόμος Medium diacritics: πεδιονόμος Low diacritics: πεδιονόμος Capitals: ΠΕΔΙΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: pedionómos Transliteration B: pedionomos Transliteration C: pedionomos Beta Code: pediono/mos

English (LSJ)

ον,

   A dwelling in the plain, π. θεοί rural deities, A.Th. 272.

German (Pape)

[Seite 541] die Ebenen oder die Felder bewohnend, von Göttern, Aesch. Spt. 254.

Greek (Liddell-Scott)

πεδιονόμος: -ον, (νέμομαι) ὁ κατοικῶν ἐν πεδιάδι, π. θεοί, οἱ τῶν πεδίων θεοί, Αἰσχύλ. Θήβ. 272.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui habite les plaines.
Étymologie: πεδίον, νέμω.

Greek Monolingual

-ο / πεδιονόμος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πεδιονόμος
ζωολ. γένος μικροσκοπικών πουλιών της Αυστραλίας που μοιάζουν με ορτύκια και ανήκουν στην τάξη γερανόμορφα
αρχ.
1. αυτός που κατοικεί στην πεδιάδα
2. φρ. «πεδιονόμοι θεοί» — θεοί τών πεδιάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + -νόμος. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pedionomus].

Greek Monotonic

πεδιονόμος: -ον (νέμομαι), αυτός που κατοικεί σε πεδιάδες, πεδιονόμοι θεοί, θεοί της χώρας, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πεδιονόμος: обитающий на равнинах, полевой (θεοί Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεδιονόμος -ον [πεδίον, νέμω] wonend op de vlakte.