προσπορίζω: Difference between revisions

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''προσπορίζω:''' (fut. προσποριῶ)<br /><b class="num">1)</b> сверх того доставлять, еще добывать (τὰ λοιπά Dem.);<br /><b class="num">2)</b> лог. сверх того допускать, еще полагать, присоединять: προσπεπορίσθω πρὸς τὴν Β, ἐφ᾽ ἧς τὸ Ζ Arst. пусть к (линии) Β будет добавлена (линия) Ζ.
|elrutext='''προσπορίζω:''' (fut. προσποριῶ)<br /><b class="num">1)</b> сверх того доставлять, еще добывать (τὰ λοιπά Dem.);<br /><b class="num">2)</b> лог. сверх того допускать, еще полагать, присоединять: προσπεπορίσθω πρὸς τὴν Β, ἐφ᾽ ἧς τὸ Ζ Arst. пусть к (линии) Β будет добавлена (линия) Ζ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-πορίζω erbij leveren.
}}
}}

Revision as of 08:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπορίζω Medium diacritics: προσπορίζω Low diacritics: προσπορίζω Capitals: ΠΡΟΣΠΟΡΙΖΩ
Transliteration A: prosporízō Transliteration B: prosporizō Transliteration C: prosporizo Beta Code: prospori/zw

English (LSJ)

Att. fut. -ιῶ,

   A procure or supply besides, X.Mem.3.6.5, D.4.29; αὐτοὶ παρ' αὑτῶν ἕτερα (sc. κακά) -πορίζομεν Men.534.8; π. τινὶ τὴν ἀγωγὴν καὶ ἐνοχήν acquire for one the actio and obligatio of the transaction, POxy.133.6 (vi A.D.):—Pass., Aen.Tact.11.3 (sed leg. προπ-) ; τὰ -ιζόμενα ἐκ τοῦ λουτροῦ the income from... PFlor.384.35 (v A.D.).    2 Math., add, in Pass., Arist.Mete.376a14, Iamb. in Nic.p.47P.

German (Pape)

[Seite 779] noch dazu verschaffen; Xen. Mem. 3, 6, 5; προσποριεῖ τὰ λοιπὰ αὐτὸ τὸ στράτευμα ἀπὸ τοῦ πολέμου, Dem. 4, 29, – in der Dialektik = im Beweise eines Lehrsatzes aus dem Bewiesenen folgern und dazunehmen, wie adsumere, Arist. meteorl. 3, 5.

Greek (Liddell-Scott)

προσπορίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, πορίζω προσέτι, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 5, Δημ. 48. 9. 2) ἐν τῇ λογικῇ λαμβάνω ὡς δεδομένον προσέτι, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 5, 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προσπορισθέν· ἐπινοηθέν», καὶ κατὰ Σουΐδ. καὶ Φώτ.: «προσπορισθέν· ἐπινοηθέν, προσοδευθέν».

French (Bailly abrégé)

procurer ou fournir [en outre], acc..
Étymologie: πρός, πορίζω.

Greek Monolingual

ΝΑ
1. παρέχω, προμηθεύω σε κάποιον κάτι επί πλέον
2. μέσ. προσπορίζομαι
προμηθεύομαι, λαμβάνω κάτι επιπροσθέτως
αρχ.
1. μαθημ. προσθέτω
2. (η μτχ. ουδ. παθ. αορ.) προσπορισθέν
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπινοηθέν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πορίζω «φέρω, τροφοδοτώ» (< πόρος)].

Greek Monotonic

προσπορίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, προμηθεύω ή εφοδιάζω επιπλέον, σε Ξεν., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσπορίζω: (fut. προσποριῶ)
1) сверх того доставлять, еще добывать (τὰ λοιπά Dem.);
2) лог. сверх того допускать, еще полагать, присоединять: προσπεπορίσθω πρὸς τὴν Β, ἐφ᾽ ἧς τὸ Ζ Arst. пусть к (линии) Β будет добавлена (линия) Ζ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-πορίζω erbij leveren.