στημόνιον: Difference between revisions
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(4) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στημόνιον:''' τό Arst. = [[στήμων]] 1. | |elrutext='''στημόνιον:''' τό Arst. = [[στήμων]] 1. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στημόνιον -ου, τό, demin. van\n στήμων, kleine schering. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 1 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of
A στήμων 1, Arist.Pol.1265b20, Max.Tyr.21.3: στημόνια is v.l. for στήμονα in Apollod.Poliorc.169.7.
German (Pape)
[Seite 941] τό, dim. von στήμων, Arist. polit. 2, 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στημόνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στήμων (σημασ. Ι), Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 14. 2) πληθ., ἐν πλέγματι, τὰ ὄρθια ξύλα εἰς ἃ τὰ εὔκαμπτα κλωνάρια ἐμπλέκονται, Ἀρχ. Μαθ. 30.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. στημόνι.
Greek Monotonic
στημόνιον: τό, υποκορ. του στήμων (σημ. I), σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
στημόνιον: τό Arst. = στήμων 1.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στημόνιον -ου, τό, demin. van\n στήμων, kleine schering.