στημόνιον: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(4)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''στημόνιον:''' τό Arst. = [[στήμων]] 1.
|elrutext='''στημόνιον:''' τό Arst. = [[στήμων]] 1.
}}
{{elnl
|elnltext=στημόνιον -ου, τό, demin. van\n στήμων, kleine schering.
}}
}}

Revision as of 08:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στημόνιον Medium diacritics: στημόνιον Low diacritics: στημόνιον Capitals: ΣΤΗΜΟΝΙΟΝ
Transliteration A: stēmónion Transliteration B: stēmonion Transliteration C: stimonion Beta Code: sthmo/nion

English (LSJ)

τό, Dim. of

   A στήμων 1, Arist.Pol.1265b20, Max.Tyr.21.3: στημόνια is v.l. for στήμονα in Apollod.Poliorc.169.7.

German (Pape)

[Seite 941] τό, dim. von στήμων, Arist. polit. 2, 6 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στημόνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στήμων (σημασ. Ι), Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 14. 2) πληθ., ἐν πλέγματι, τὰ ὄρθια ξύλα εἰς ἃ τὰ εὔκαμπτα κλωνάρια ἐμπλέκονται, Ἀρχ. Μαθ. 30.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. στημόνι.

Greek Monotonic

στημόνιον: τό, υποκορ. του στήμων (σημ. I), σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

στημόνιον: τό Arst. = στήμων 1.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στημόνιον -ου, τό, demin. van\n στήμων, kleine schering.