συμπεριφθείρομαι: Difference between revisions
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
(4) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συμπεριφθείρομαι:''' вместе или одновременно погибать Luc. | |elrutext='''συμπεριφθείρομαι:''' вместе или одновременно погибать Luc. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμ-περιφθείρομαι tot zijn ongeluk mee rondgaan met, met dat. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 1 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A go about with any one to one's own ruin, Luc.Pseudol.18, Ath.7.289c; cf. φθείρω 11.
German (Pape)
[Seite 987] pass., zu seinem eigenen od. Anderer Verderben herumgehen; Luc. Pseudol. 18; Ath. VII, 289 c.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριφθείρομαι: παθ., περιφέρομαι μετά τινος πρὸς ἰδίαν μου βλάβην ἢ καταστροφήν, Λουκ. Ψευδολ. 18, Ἀθήν. 289C· πρβλ. φθείρω ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
périr avec, τινι.
Étymologie: σύν, περιφθείρομαι.
Greek Monolingual
Α περιφθείρομαι
διαφθείρομαι κατά την συναναστροφή μου με κάποιον.
Greek Monolingual
Α περιφθείρομαι
διαφθείρομαι κατά την συναναστροφή μου με κάποιον.
Greek Monotonic
συμπεριφθείρομαι: Παθ., περιφέρομαι με κάποιον, με αποτέλεσμα την καταστροφή μου, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συμπεριφθείρομαι: вместе или одновременно погибать Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-περιφθείρομαι tot zijn ongeluk mee rondgaan met, met dat.