συμπαρακύπτω: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(4) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συμπαρακύπτω:''' совместно или также наклоняться, нагибаться Luc. | |elrutext='''συμπαρακύπτω:''' совместно или также наклоняться, нагибаться Luc. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμ-παρακύπτω ernaast meebukken. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 1 January 2019
English (LSJ)
A bend oneself along with, Luc.Icar.25.
German (Pape)
[Seite 984] mit oder zusammen nebenhin sich bücken, Luc. Icarom. 25.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρακύπτω: παρακύπτω συγχρόνως ἢ κύπτω πλησίον ἄλλου, Λουκ. Ἰκαρομ. 25.
French (Bailly abrégé)
se pencher ensemble pour regarder.
Étymologie: σύν, παρακύπτω.
Greek Monolingual
Α
γέρνω, σκύβω κοντά σε κάποιον ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακύπτω «σκύβω και βλέπω»].
Greek Monolingual
Α
γέρνω, σκύβω κοντά σε κάποιον ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακύπτω «σκύβω και βλέπω»].
Greek Monotonic
συμπαρακύπτω: σκύβω συγχρόνως ή κοντά σε κάποιον, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρακύπτω: совместно или также наклоняться, нагибаться Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-παρακύπτω ernaast meebukken.