συνέξειμι: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
(4b)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνέξειμι:''' [[εἶμι]]<br /><b class="num">1)</b> вместе выходить ([[μετά]] τινος Thuc. и τινί Xen.);<br /><b class="num">2)</b> одновременно выделяться (τινί Arst.).
|elrutext='''συνέξειμι:''' [[εἶμι]]<br /><b class="num">1)</b> вместе выходить ([[μετά]] τινος Thuc. и τινί Xen.);<br /><b class="num">2)</b> одновременно выделяться (τινί Arst.).
}}
{{elnl
|elnltext=συν-έξειμι [2. εἰμί] samen (met...) eropuit gaan, met dat..; Xen. Cyr. 1.4.15; milit. samen uitrukken met, met μετά + gen.. Thuc. 3.113.1.
}}
}}

Revision as of 09:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέξειμι Medium diacritics: συνέξειμι Low diacritics: συνέξειμι Capitals: ΣΥΝΕΞΕΙΜΙ
Transliteration A: synéxeimi Transliteration B: synexeimi Transliteration C: synekseimi Beta Code: sune/ceimi

English (LSJ)

(εἶμι

   A ibo) go out along with or together, μετά τινων Th.3.113; τινι X.Cyr.1.4.15, Arist.Mete.388b14, etc.; ἅμα τισί J.BJ2.2.1.    II pass away together, [νοῦσος] τῷ κάλλεϊ σ. τῆς ὥρης Aret.SD1.4.

German (Pape)

[Seite 1015] (s. εἶμι), mit od. zugleich herausgehen; Thuc. 3, 113; τινί, Xen. Cyr. 1, 4, 15; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνέξειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἐξέρχομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, μετά τινος Θουκ. 3. 113· τινὶ Ξεν. Κύρ. 1. 4. 15, κτλ. ΙΙ. παρέρχομαι ὁμοῦ, νόσος σ. τῷ κάλλεϊ τῆς ὥρας Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 4.

French (Bailly abrégé)

sortir avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἔξειμι.

Greek Monolingual

ΜΑ
εξέρχομαι μαζί («συνεξῄει τῷ Κύρῳ», Ξεν.)
αρχ.
παρέρχομαι, περνώ μαζί («[νοῡσος] τῶ κάλλεϊ συνέξεισι τῆς ὥρης», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἔξειμι (Ι) «βγαίνω έξω, αναχωρώ»].

Greek Monolingual

ΜΑ
εξέρχομαι μαζί («συνεξῄει τῷ Κύρῳ», Ξεν.)
αρχ.
παρέρχομαι, περνώ μαζί («[νοῡσος] τῶ κάλλεϊ συνέξεισι τῆς ὥρης», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἔξειμι (Ι) «βγαίνω έξω, αναχωρώ»].

Greek Monotonic

συνέξειμι: (εἶμι, Λατ. ibo), εξέρχομαι μαζί ή με κάποιον, σε Θουκ.· με δοτ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνέξειμι: εἶμι
1) вместе выходить (μετά τινος Thuc. и τινί Xen.);
2) одновременно выделяться (τινί Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-έξειμι [2. εἰμί] samen (met...) eropuit gaan, met dat..; Xen. Cyr. 1.4.15; milit. samen uitrukken met, met μετά + gen.. Thuc. 3.113.1.