συστρεπτικός: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
(40)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συστρέφω]]<br />(για το [[ψύχος]]) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να πήζει [[κάτι]] («ψυχρὸν [[πάνυ]], συστρεπτικόν», Ιπποκρ.).
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συστρέφω]]<br />(για το [[ψύχος]]) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να πήζει [[κάτι]] («ψυχρὸν [[πάνυ]], συστρεπτικόν», Ιπποκρ.).
}}
{{elnl
|elnltext=συστρεπτικός -ή -όν [συστρέφω] stollend, stremmend, coagulerend.
}}
}}

Revision as of 09:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστρεπτικός Medium diacritics: συστρεπτικός Low diacritics: συστρεπτικός Capitals: ΣΥΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: systreptikós Transliteration B: systreptikos Transliteration C: systreptikos Beta Code: sustreptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A coagulative, of cold, Hp.Epid.6.3.6, Vict.2.54.

German (Pape)

[Seite 1045] ή, όν, zusammendrehend, -ziehend, Hippocr.; dicht, fest machend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συστρεπτικός: -ή, -όν, πάνυ ψυχρός, συμπηγνύων, ἐπὶ τοῦ ψύχους, Ἱππ. 1175C, ἴδε συστρέφω Ι. 6.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συστρέφω
(για το ψύχος) αυτός που έχει την ιδιότητα να πήζει κάτι («ψυχρὸν πάνυ, συστρεπτικόν», Ιπποκρ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συστρεπτικός -ή -όν [συστρέφω] stollend, stremmend, coagulerend.