συνεπιμελητής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(4b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνεπιμελητής:''' οῦ ὁ помощник в делах, сотрудник Xen.
|elrutext='''συνεπιμελητής:''' οῦ ὁ помощник в делах, сотрудник Xen.
}}
{{elnl
|elnltext=συνεπιμελητής -οῦ, ὁ [συνεπιμελέομαι] iemand die mede zorg draagt, medewerker.
}}
}}

Revision as of 09:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιμελητής Medium diacritics: συνεπιμελητής Low diacritics: συνεπιμελητής Capitals: ΣΥΝΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ
Transliteration A: synepimelētḗs Transliteration B: synepimelētēs Transliteration C: synepimelitis Beta Code: sunepimelhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A fellow-curator, coadjutor, X.Cyr.5.4.17, IG22.1317.2 (both pl.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιμελητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὁμοῦ φροντίζων περί τινος, συμβοηθὸς ἐπιμελητοῦ, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 109.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
coopérateur, auxiliaire.
Étymologie: συνεπιμελέομαι.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνεπιμελοῡμαι
συνεργάτης του επιμελητή, αυτός που από κοινού με άλλον φροντίζει κάποιον ή κάτι.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνεπιμελοῡμαι
συνεργάτης του επιμελητή, αυτός που από κοινού με άλλον φροντίζει κάποιον ή κάτι.

Greek Monotonic

συνεπιμελητής: -οῦ, ὁ, αυτός που φροντίζει κάτι από κοινού ή που υποβοηθά αυτόν που έχει επωμιστεί συγκεκριμένη φροντίδα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιμελητής: οῦ ὁ помощник в делах, сотрудник Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεπιμελητής -οῦ, ὁ [συνεπιμελέομαι] iemand die mede zorg draagt, medewerker.