τριγονία: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(4b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τρῐγονία:''' ἡ третье поколение: ἐκ τριγονίας Dem., Arst. в третьем поколении; εἰς τριγονίαν τῷ βίῳ [[κατελθεῖν]] Plut. прожить три поколения. | |elrutext='''τρῐγονία:''' ἡ третье поколение: ἐκ τριγονίας Dem., Arst. в третьем поколении; εἰς τριγονίαν τῷ βίῳ [[κατελθεῖν]] Plut. прожить три поколения. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τριγονία -ας, ἡ [τρίγονος] derde generatie. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A the third generation, πονηρὸς ἐκ τριγονίας D.58.17; ὁ ἐκ τ. ὢν μυροπώλης Hyp.Ath. 19; εἰ Ἀθηναῖοί εἰσιν ἑκατέρωθεν ἐκ τ. Poll.8.85 citing Arist. (who does not use the word in Ath.55.3); οἱ ἐκ τ. (v.l. τριγενείας) στιγματίαι Ph.2.446; ἐκ τ. βασιλεύς Hdn.1.7.4; εἰς τ. παραμένειν, προελθεῖν, Str.11.10.1, 12.2.11, cf. Jul.Or.4.131c; cf. τριγένεια.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐγονία: ἡ, ἡ τρίτη γενεά, πονηρὸς ἐκ τριγονίας Δημ. 1327. 3˙ οἱ Ἀθηναῖοί εἰσιν ἑκατέρωθεν ἐκ τριγ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 374˙ ἐκ τρ. βασιλεὺς Ἡρῳδιαν. 1. 7˙ εἰς τρ. παραμένειν, προελθεῖν Στράβ. 516, 540˙ πρβλ. τριγένεια, τρίδουλος.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
troisième génération, durée de trois générations.
Étymologie: τρίγονος.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
τρῐγονία: ἡ, η τρίτη γενιά, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
τρῐγονία: ἡ третье поколение: ἐκ τριγονίας Dem., Arst. в третьем поколении; εἰς τριγονίαν τῷ βίῳ κατελθεῖν Plut. прожить три поколения.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριγονία -ας, ἡ [τρίγονος] derde generatie.