στύππαξ: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στύππαξ''': ὁ, = [[στυππειοπώλης]]. σκωπτικὸν ἐπώνυμον τοῦ Εὐκράτους, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 540, Ἡσύχ.
|lstext='''στύππαξ''': ὁ, = [[στυππειοπώλης]]. σκωπτικὸν ἐπώνυμον τοῦ Εὐκράτους, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 540, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. [[στύπαξ]], ὁ, Α<br />(ως σκωπτικό [[παρωνύμιο]] του Αθηναίου στρατηγού Ευκράτους) [[στυππειοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική λ. ([[αντί]] του τ. [[στυππειοπώλης]]) σχηματισμένη από τη λ. [[στυππεῖον]] με [[επίθημα]] -<i>αξ</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στύππαξ Medium diacritics: στύππαξ Low diacritics: στύππαξ Capitals: ΣΤΥΠΠΑΞ
Transliteration A: stýppax Transliteration B: styppax Transliteration C: styppaks Beta Code: stu/ppac

English (LSJ)

ὁ,= στυππειοπώλης, nickname of Eucrates, Ar.Fr.696 (vv.ll. στύπαξ, στύγαξ).

German (Pape)

[Seite 959] ὁ, s. στύπαξ.

Greek (Liddell-Scott)

στύππαξ: ὁ, = στυππειοπώλης. σκωπτικὸν ἐπώνυμον τοῦ Εὐκράτους, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 540, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. στύπαξ, ὁ, Α
(ως σκωπτικό παρωνύμιο του Αθηναίου στρατηγού Ευκράτους) στυππειοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. (αντί του τ. στυππειοπώλης) σχηματισμένη από τη λ. στυππεῖον με επίθημα -αξ].

Russian (Dvoretsky)

στύππαξ: ακος ὁ Arph. = στύππειοπώλης.