συμπέρθω: Difference between revisions
From LSJ
οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me
(4) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπέρθω''': [[καταστρέφω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], Εὐρ. Ἑλ. 106, ἐν τμήσει. | |lstext='''συμπέρθω''': [[καταστρέφω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], Εὐρ. Ἑλ. 106, ἐν τμήσει. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:08, 1 January 2019
English (LSJ)
A destroy with or together, E.Hel.106 (tm.).
German (Pape)
[Seite 986] (s. πέρθω), mit zerstören, in tmesi, ξύν γε πέρσας, Eur. Hel. 105.
Greek (Liddell-Scott)
συμπέρθω: καταστρέφω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Εὐρ. Ἑλ. 106, ἐν τμήσει.
Greek Monolingual
Α
εκπορθώ μαζί με άλλον, καταστρέφω μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πέρθω «ερημώνω, αφανίζω»].
Greek Monotonic
συμπέρθω: μέλ. -σω, καταστρέφω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πέρθω mede verwoesten, helpen verwoesten.
Russian (Dvoretsky)
συμπέρθω: вместе разрушать: ξύν γε πέρσας (sc. Ἰλίου πόλιν) Eur. вместе с разрушением Илиона.