συμπροπίπτω: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(4) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπροπίπτω''': ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς μετά τινος, τινι Πολύβ. 31. 22, 1. | |lstext='''συμπροπίπτω''': ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς μετά τινος, τινι Πολύβ. 31. 22, 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:08, 1 January 2019
English (LSJ)
A rush forth with, τινι f.l. in Plb.31.14.1.
German (Pape)
[Seite 990] (s. πίπτω), mit od. zugleich heraus-od. hervorfallen, hervorgehen, Pol. 31, 22, 1.
Greek (Liddell-Scott)
συμπροπίπτω: ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς μετά τινος, τινι Πολύβ. 31. 22, 1.
Greek Monolingual
Α προπίπτω
πέφτω προς τα εμπρός ταυτόχρονα με άλλον.
Russian (Dvoretsky)
συμπροπίπτω: вместе устремляться, выбегать: ἀπηλλάττετο, συμπροπεσόντων αὐτῷ (v. l. συμπροπεμπόντων αὐτὸν) τῶν φίλων Polyb. он ушел, сопровождаемый друзьями.