συγκατατρέχω: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(4) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκατατρέχω''': [[τρέχω]] [[ὁμοῦ]] πρὸς τὸ αὐτὸ [[μέρος]], [[συμπίπτω]], συνενοῦμαι, ἄλληλα Λεύκιππος παρὰ Διογ. Λ. 9. 31. | |lstext='''συγκατατρέχω''': [[τρέχω]] [[ὁμοῦ]] πρὸς τὸ αὐτὸ [[μέρος]], [[συμπίπτω]], συνενοῦμαι, ἄλληλα Λεύκιππος παρὰ Διογ. Λ. 9. 31. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A to be in motion together with, ἀλλήλοις Leucipp. ap. D.L.9.31.
German (Pape)
[Seite 966] (s. τρέχω), zusammenlaufen, Leucipp. bei D. L. 9, 31.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατατρέχω: τρέχω ὁμοῦ πρὸς τὸ αὐτὸ μέρος, συμπίπτω, συνενοῦμαι, ἄλληλα Λεύκιππος παρὰ Διογ. Λ. 9. 31.
Greek Monolingual
Α
τρέχω από κοινού προς το ίδιο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατατρέχω «τρέχω προς τα κάτω»].
Russian (Dvoretsky)
συγκατατρέχω: сбегаться вместе, встречаться Leucippus ap. Diog. L.