συμφώνησις: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(nl) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=συμφωνησεως, ἡ ([[συμφωνέω]]), [[concord]], [[agreement]]: [[πρός]] τινα, [[with]] [[one]], 2 Corinthians 6:15. (Ecclesiastical writings.) | |txtha=συμφωνησεως, ἡ ([[συμφωνέω]]), [[concord]], [[agreement]]: [[πρός]] τινα, [[with]] [[one]], 2 Corinthians 6:15. (Ecclesiastical writings.) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:24, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A agreement, 2 Ep.Cor.6.15. II = συνίζησις, An.Ox.4.326.
German (Pape)
[Seite 993] ἡ, das Zusammenstimmen, die Uebereinstimmung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμφώνησις: -εως, ἡ, συμφωνία, Ἐκκλ.· συμβόλαιον, συμφωνητικόν, Βυζ. ΙΙ. = συνίζησις, Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 326.
English (Strong)
from συμφωνέω; accordance: concord.
English (Thayer)
συμφωνησεως, ἡ (συμφωνέω), concord, agreement: πρός τινα, with one, 2 Corinthians 6:15. (Ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, ΜΑ συμφωνῶ
συμφωνητικό, συμβόλαιο
αρχ.
1. συμφωνία
2. (ειδικά) γραμμ. συνίζηση («συμφώνησίς ἐστιν, ὁπόταν δύο [συλλαβαὶ] σύμφωνα μεταξὺ ἀλλήλων μὴ ἔχουσαι ἀντὶ μιᾱς παραλαμβάνονται», Ανέκδ. Κραμήρου).
Russian (Dvoretsky)
συμφώνησις: εως ἡ соглашение, согласие (τινι πρός τινα NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμφώνησις -εως, ἡ [συμφωνέω] overeenstemming, overeenkomst.