ἀλάλυγξ: Difference between revisions
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλάλυγξ]] (-υγγος), η (Α)<br />[[λυγμός]], [[πνιγμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] με β΄ συνθ. τα ουσ. [[λύγξ]] «[[λόξυγγας]]». Το α’ συνθ. της λ. [[είναι]] άγνωστο. Πιθανόν να συνδέεται με το <i>ἀλαλὰ</i> ή να έχει [[σχέση]] με το ρ. <i>ἀλῶμαι</i> «περιφέρομαι» ή [[ἀλύω]] «[[είμαι]] [[ανήσυχος]], [[ταραγμένος]]»]. | |mltxt=[[ἀλάλυγξ]] (-υγγος), η (Α)<br />[[λυγμός]], [[πνιγμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] με β΄ συνθ. τα ουσ. [[λύγξ]] «[[λόξυγγας]]». Το α’ συνθ. της λ. [[είναι]] άγνωστο. Πιθανόν να συνδέεται με το <i>ἀλαλὰ</i> ή να έχει [[σχέση]] με το ρ. <i>ἀλῶμαι</i> «περιφέρομαι» ή [[ἀλύω]] «[[είμαι]] [[ανήσυχος]], [[ταραγμένος]]»]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=-υγγος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: [[gulping]] (Nic. Al. 18).<br />Origin: Onom. [onomatopoia, and other elementary formations]<br />Etymology: One suggests contamination of <b class="b3">λύγξ</b> (hiccup) and another word, like [[ἀλύω]] und [[ἀλάομαι]]; not very convincing. Does it contain <b class="b3">ἀλαλά</b>? Rather a primary formation (with the Pre-Greek element <b class="b3">-υ(γ)κ-</b>)? | |||
}} | }} |
Revision as of 21:15, 2 January 2019
English (LSJ)
[ᾰλᾰ], υγγος, ἡ,
A = λυγμός, gulping, choking, Nic.Al.18, cf. AB374.
German (Pape)
[Seite 89] υγγος, ἡ, bei Nic. Al. 18 Schlucken, = λυγμός, nach B. A. 374 Angst (πνιγμός, ἀπορία).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλάλυγξ: υγγος, ἡ, λυγμός, πνιγμός, Νικ. Ἀλεξιφ. 18.
Spanish (DGE)
-υγγος, ἡ
• Prosodia: [ᾰλᾰ-]
ahogo Nic.Al.18, cf. AB 374.
• Etimología: Cf. λύγξ y ἀλαλή.
Greek Monolingual
ἀλάλυγξ (-υγγος), η (Α)
λυγμός, πνιγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με β΄ συνθ. τα ουσ. λύγξ «λόξυγγας». Το α’ συνθ. της λ. είναι άγνωστο. Πιθανόν να συνδέεται με το ἀλαλὰ ή να έχει σχέση με το ρ. ἀλῶμαι «περιφέρομαι» ή ἀλύω «είμαι ανήσυχος, ταραγμένος»].
Frisk Etymological English
-υγγος
Grammatical information: f.
Meaning: gulping (Nic. Al. 18).
Origin: Onom. [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: One suggests contamination of λύγξ (hiccup) and another word, like ἀλύω und ἀλάομαι; not very convincing. Does it contain ἀλαλά? Rather a primary formation (with the Pre-Greek element -υ(γ)κ-)?