ἐνσχερώ: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(12)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνσχερώ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με [[σειρά]], με [[τάξη]] («λάζοντο δὲ χερσὶν ἐρετμὰ [[ἐνσχερώ]] ἑζόμενοι», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη δοτ. <i>εν σχερῴ</i> του επιθ. [[σχερός]]. (Για το β' συνθετικό <b>βλ. λ.</b> [[επισχερώ]])].
|mltxt=[[ἐνσχερώ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με [[σειρά]], με [[τάξη]] («λάζοντο δὲ χερσὶν ἐρετμὰ [[ἐνσχερώ]] ἑζόμενοι», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη δοτ. <i>εν σχερῴ</i> του επιθ. [[σχερός]]. (Για το β' συνθετικό <b>βλ. λ.</b> [[επισχερώ]])].
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[ἐπισχερώ]].
}}
}}

Revision as of 00:49, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνσχερώ Medium diacritics: ἐνσχερώ Low diacritics: ενσχερώ Capitals: ΕΝΣΧΕΡΩ
Transliteration A: enscherṓ Transliteration B: enscherō Transliteration C: enschero Beta Code: e)nsxerw/

English (LSJ)

Adv.

   A in a row, A.R.1.912, prob. in Antim.16.5.

German (Pape)

[Seite 853] = ἐπισχερώ, Ap. Rh. 1, 912.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνσχερώ: ἐπίρρ., «ἐφεξῆς, κατὰ τάξιν» (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 912· ἴδε ἐν λ. σχερός.

French (Bailly abrégé)

adv.
p. ἐν σχερῷ, d’une manière continue, de suite.
Étymologie: σχερός.
Par. ἐπισχερώ.

English (Slater)

ἐνσχερώ, coni. Dindorf: ἐν σχερῷ codd.

Spanish (DGE)

adv. en fila βασιλεῦσιν ... ἐ. ἑστηῶσι Antim.21.5, ἐ. ἑζόμενοι A.R.1.912.

• Etimología: De σχερός ‘serie’, ‘fila’, de *segh, raíz de ἔχω.

Greek Monolingual

ἐνσχερώ (Α)
επίρρ. με σειρά, με τάξη («λάζοντο δὲ χερσὶν ἐρετμὰ ἐνσχερώ ἑζόμενοι», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη δοτ. εν σχερῴ του επιθ. σχερός. (Για το β' συνθετικό βλ. λ. επισχερώ)].

Frisk Etymological English

See also: s. ἐπισχερώ.