κράταιγος: Difference between revisions
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
(21) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κράταιγος]] και [[κραταιγών]])<br />[[γένος]] δικοτυλήδονων ξυλωδών [[φυτών]] που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] ροδίδες και από τον οποίο στην [[Ελλάδα]] υπάρχουν [[οκτώ]] είδη γνωστά ως μουρτζιές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κράτ</i>-<i>αιγος</i>. Το α' συνθετικό της λ. συνδέεται με τη λ. [[κρατύς]] «[[ισχυρός]]». Το β' συνθετικό εμφανίζει θ. <i>αιγ</i>- και συνδέεται πιθ. με τη λ. [[αιγίλωψ]], ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] με τη λ. <i>αἴξ</i>, <i>αἰγός</i> «[[κατσίκα]]»]. | |mltxt=ο (Α [[κράταιγος]] και [[κραταιγών]])<br />[[γένος]] δικοτυλήδονων ξυλωδών [[φυτών]] που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] ροδίδες και από τον οποίο στην [[Ελλάδα]] υπάρχουν [[οκτώ]] είδη γνωστά ως μουρτζιές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κράτ</i>-<i>αιγος</i>. Το α' συνθετικό της λ. συνδέεται με τη λ. [[κρατύς]] «[[ισχυρός]]». Το β' συνθετικό εμφανίζει θ. <i>αιγ</i>- και συνδέεται πιθ. με τη λ. [[αιγίλωψ]], ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] με τη λ. <i>αἴξ</i>, <i>αἰγός</i> «[[κατσίκα]]»]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">hawthorn, Crataegus oxyacantha</b> (Thphr.).<br />Other forms: also <b class="b3">-αιγών</b>, <b class="b3">-όνος</b><br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Prellwitz, Bq and WP. 1, 10 assumed <b class="b3">κρατύς</b> [[hard]] and <b class="b3">αἰγ-</b> in <b class="b3">αἰγίλωψ</b> (s. v.), which explains nothing. Thus also Mayer Glotta 35, 157 (to <b class="b3">αἰγ-ανέη</b>). Wrong Machek Ling. Posn. 2, 152. So unknown. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:15, 3 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A thorn, Crataegus Heldreichii, Thphr.HP3.15.6.
Greek (Liddell-Scott)
κράταιγος: ὁ, εἶδος ἀκάνθης, crataegus, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 15, 6.
Greek Monolingual
ο (Α κράταιγος και κραταιγών)
γένος δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια ροδίδες και από τον οποίο στην Ελλάδα υπάρχουν οκτώ είδη γνωστά ως μουρτζιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράτ-αιγος. Το α' συνθετικό της λ. συνδέεται με τη λ. κρατύς «ισχυρός». Το β' συνθετικό εμφανίζει θ. αιγ- και συνδέεται πιθ. με τη λ. αιγίλωψ, ενώ κατ' άλλη άποψη με τη λ. αἴξ, αἰγός «κατσίκα»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: hawthorn, Crataegus oxyacantha (Thphr.).
Other forms: also -αιγών, -όνος
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Prellwitz, Bq and WP. 1, 10 assumed κρατύς hard and αἰγ- in αἰγίλωψ (s. v.), which explains nothing. Thus also Mayer Glotta 35, 157 (to αἰγ-ανέη). Wrong Machek Ling. Posn. 2, 152. So unknown.