μύρσος: Difference between revisions
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
(26) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μύρσος]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κόφινος]] ὦτα ἔχων, ὃς καὶ [[ἄρριχος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι απόψεις ότι η λ. συνδέεται με τα [[μάραθον]], [[μόργος]] δεν θεωρούνται πιθανές. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η [[άποψη]] ότι πρόκειται για δάνεια λ.]. | |mltxt=[[μύρσος]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κόφινος]] ὦτα ἔχων, ὃς καὶ [[ἄρριχος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι απόψεις ότι η λ. συνδέεται με τα [[μάραθον]], [[μόργος]] δεν θεωρούνται πιθανές. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η [[άποψη]] ότι πρόκειται για δάνεια λ.]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b3">κόφινος ὦτα ἔχων</b>, <b class="b3">ὅς καὶ ἄρριχος</b> H. (Call. Fr. anon. 102).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: No convincing etymology. H. Petersson (s. WP. 2, 273; negative) compares <b class="b3">βρόχος</b> (s.v.) or OSwed. <b class="b2">miær-dher</b> <b class="b2">bow-net</b> etc. (s. <b class="b3">μάραθον</b>) with <b class="b3">υ</b> as zero grade as in <b class="b3">μύλη</b>; after P. here also <b class="b3">μόργος</b> <b class="b2">body of a wicker cart</b> (other explanation s.v.). Diff. Grošelj Živa Ant. 5, 112 (to Etr. <b class="b2">murś</b> [[urna]]). After Forbes Glotta 36, 271 LW [loanword] from unknown source. Fur. 65 accepts Grošelj's comparison with Etruscan, and compares (213) <b class="b3">βυρρός κάνθαρος</b>. <b class="b3">Τυρρηνοί</b> | |||
}} | }} |
Revision as of 05:10, 3 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A basket, μ. ὠτώεντα Call.Fr.anon.102, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 222] ein Korb, poet. bei E. M. 595, 33.
Greek (Liddell-Scott)
μύρσος: «κόφινος ὦτα ἔχων, ὃς καὶ ἄρριχος» Ἡσύχ.˙ μ. ὠτώεντα Ποιητ. ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 595. 34. (Συγγενὲς τῷ ὑρισσός, ὑρίσκος, ἴδε ἐν λ. ὑριχὸς καὶ πρβλ. Μμ. ΙΙ. 5).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
corbeille à deux anses.
Étymologie: DELG orig. inconnue.
Greek Monolingual
μύρσος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κόφινος ὦτα ἔχων, ὃς καὶ ἄρριχος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι απόψεις ότι η λ. συνδέεται με τα μάραθον, μόργος δεν θεωρούνται πιθανές. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η άποψη ότι πρόκειται για δάνεια λ.].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: κόφινος ὦτα ἔχων, ὅς καὶ ἄρριχος H. (Call. Fr. anon. 102).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: No convincing etymology. H. Petersson (s. WP. 2, 273; negative) compares βρόχος (s.v.) or OSwed. miær-dher bow-net etc. (s. μάραθον) with υ as zero grade as in μύλη; after P. here also μόργος body of a wicker cart (other explanation s.v.). Diff. Grošelj Živa Ant. 5, 112 (to Etr. murś urna). After Forbes Glotta 36, 271 LW [loanword] from unknown source. Fur. 65 accepts Grošelj's comparison with Etruscan, and compares (213) βυρρός κάνθαρος. Τυρρηνοί